- διημέρῳ
- διήμερονperiod of twenty-four hoursneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διημερώ — ( όω) (Α) [ημερώ] 1. κάνω κάτι εντελώς ήρεμο 2. (για γη) ημερώνω, καλλιεργώ … Dictionary of Greek